Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ Μ ΒΑΣΙΛΕΙΟ













Η ασκητική ζωή κατά τον Μ. Βασίλειο Έχοντας ο Μ. Βασίλειος τέτοιες εμπειρίες ήταν αδύνατον όταν έγινε Πρεσβύτερος και αργότερα Επίσκοπος να μήν αγαπά τούς μοναχούς και την μοναχική ζωή. Ακριβώς αυτή η αγάπη διασώζεται στα ασκητικά του συγγράμματα, όπως στην «ασκητικήν προδιατύπωσιν», τούς τρείς ασκητικούς λόγους (Α’, Β’, Γ’), τον λόγο «περί ασκήσεως», στούς «όρους κατά πλάτος» (Α’, και Β’), «τούς όρους κατ’ επιτομήν» και τις «ασκητικές διατάξεις». Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει πλούσιο υλικό, που δείχνει τί ακριβώς είναι ο μοναχισμός, ποιοί είναι οι αληθινοί μοναχοί και πώς πρέπει να ζούν μέσα στην Εκκλησία. Βεβαίως στα όσα θα ακολουθήσουν δεν θα κάνουμε πλήρη ανάλυση των απόψεων του Μ. Βασιλείου για τον μοναχισμό και τούς μοναχούς, αλλά θα περιορισθούμε στον εντοπισμό μερικών σημείων από τούς ασκητικούς λόγους ήτοι από την «ασκητικήν προδιατύπωσιν», τούς τρείς ασκητικούς λόγους (Α’, Β’, Γ’) και τον λόγο περί ασκήσεως. α) Ουσία και σκοπός της μοναχικής ζωής Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του. Όμως με την αμαρτία που διέπραξε αχρείωσε το κάλλος της εικόνος, αφού ήλκυσε την ψυχή στις εμπαθείς επιθυμίες. Έτσι, ο Θεός που δημιούργησε τον άνθρωπο είναι η αληθινή ζωή, γι’ αυτόν τον λόγο και ο άνθρωπος που έχασε την ομοιότητα προς την ζωή «απώλεσε την προς την ζωήν οικειότητα». Αυτός που ζή έξω από τον Θεό είναι αδύνατον να ζήση χωρίς την μακαρία ζωή. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε έργο να επανέλθουμε στην Χάρη που είχαμε στην αρχή, να καλλωπίσουμε την εικόνα με την ομοίωση, διά της απαθείας. Μέ την απάθεια αποκτούμε εκ νέου την εικόνα, και η ομοιότητα με τον Θεό μάς χαρίζει την ατελεύτητη ζωή. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος θα πρέπη να αγωνισθή για να μετέχη της θείας μακαριότητος. Αυτό είναι το θεωρητικό και θεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει ο Μ. Βασίλειος την μοναχική ζωή. Καί βέβαια, διδάσκει ότι αυτό επιτυγχάνεται με την παρθενία. «Τής δέ τοιαύτης σπουδής συνεργός εστιν η παρθενία τοίς κατά λόγον μετιούσι τούτο το χάρισμα».









Πρόκειται περί χαρίσματος που γίνεται συνεργός στην επαναφορά του ανθρώπου στο αρχαίο κάλλος, αλλά σε εκείνους όμως που μετέρχονται το χάρισμα αυτό κατά λόγον. Βεβαίως ο Μ. Βασίλειος δεν ισχυρίζεται ότι μόνον εκείνοι που εξασκούν την παρθενία αξιώνονται της ευρέσεως της αληθινής ζωής και της κοινωνίας με τον Θεό, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αναίρεση όλης της ευαγγελικής και πατερικής ζωής, δηλαδή της εκκλησιαστικής ζωής. Αντίθετα διδάσκει ότι ο Θεός που φροντίζει για την σωτηρία μας «εις δύο διείλε βίους την των ανθρώπων διαγωγήν, συζυγίαν λέγω και παρθενίαν». Εκείνος που δεν δύναται να υπομείνη τον αγώνα της παρθενίας θα πρέπη να συνοική με γυναίκα και βέβαια θα του ζητηθή λόγος σωφροσύνης και αγιασμού και το κατά πόσον ομοιάζει με αγίους που είχαν σύζυγο και τεκνοποίησαν, όπως ο Αβραάμ, ο Δαυΐδ, ο Σαμουήλ, ο Πέτρος και άλλοι Απόστολοι. Πρίν ο άνθρωπος δώση υπόσχεση να ακολουθήση τον σεμνό βίο της παρθενίας, μπορεί να επιλέξη την έγγαμο ζωή «κατά το συγκεχωρημένον και έννομον», εάν όμως έχη δώσει υπόσχεση της παρθενίας πρέπει να διαφυλάττη τον εαυτό του «καθάπερ τι των ιερών αναθημάτων». Γεγονός πάντως είναι ότι ο Μ. Βασίλειος, εκφράζοντας όλη την εκκλησιαστική παράδοση, δεν απολυτοποιεί τον δρόμο που οδηγεί στην σωτηρία και δεν τον ταυτίζει μόνον με την μοναχική ζωή, αλλά αναγνωρίζει ως τρόπο σωτηρίας και την ευλογημένη ζωή του γάμου. Όμως είναι απαραίτητο όλοι οι άνθρωποι να τηρούν τις εντολές του Θεού, αφού «πάντες άνθρωποι απαιτηθησόμεθα την προς το Ευαγγέλιον υπακοήν, μοναχοί τε και οι εν συζυγίαις». Στούς εγγάμους, εκτός από την «συγγνώμην της ακρασίας και της προς το θήλυ επιθυμίας τε και συνουσίας», έχουν τέλεια εφαρμογή όλες οι άλλες εντολές του Θεού και δεν μπορεί να τις παραβή κανείς χωρίς κινδύνους. Μάλιστα δέ όσοι προτιμούν την έγγαμη ζωή χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή για να επιτύχουν την σωτηρία τους, γιατί επέλεξαν να ζήσουν μέσα σε παγίδες και φυσικά δεν μπορούν να αποφύγουν τον αγώνα εναντίον του διαβόλου, χωρίς τούς κόπους της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών. Έτσι μοναχός είναι εκείνος που ασκείται με την παρθενία για να λαμπρύνη το κατ’ εικόνα που αμαυρώθηκε με την αμαρτία και να φθάση στην ομοίωση του Θεού. Η μοναχική ζωή έχει υψηλό σκοπό και ταυτίζεται με το όλο έργο της θείας οικονομίας. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο μοναχός είναι «ο των ουρανίων πολιτευμάτων εραστής και της αγγελικής διαγωγής πραγματευτής και των αγίων μαθητών του Χριστού συστρατιώτης». Δέν ενδιαφέρεται απλώς για τα επίγεια, αλλά είναι εραστής του ουρανίου πολιτεύματος. Ο μοναχός είναι ένας στρατιώτης Ιησού Χριστού. Ο Μ. Βασίλειος προσαρμόζει αναλυτικά την εικόνα και τον βίο ενός στρατιώτου, που ανήκει σε στράτευμα, με τον μοναχό. Όπως ο στρατιώτης δεν εμπλέκεται σε επίγειες ενασχολήσεις, δεν έχει μόνιμη κατοικία, ασκείται καθημερινώς κλπ., έτσι πρέπει να κάνη και ο αληθινός μοναχός. Δέν πρέπει να αναπαύεται. «Επιλάθου της κατά την γήν αναπαύσεως πάσης». Πρέπει να είναι απηλλαγμένος από κοσμικές φροντίδες, να είναι «άοικος, άπολις και ακτήμων». Πρέπει να αγωνίζεται εναντίον των λογισμών. Νά έχη πρό των οφθαλμών του τον Χριστό και να υπομένη όπως Εκείνος και έτσι θα καταστή κοινωνός της νίκης Του. Τόν μοναχό που ασκείται θα τον υποδεχθή ο ουρανός και θα τιμηθή από τούς φίλους του στον ουρανό. Φαίνεται καθαρά ότι ο ασκητικός βίος έχει σκοπό την σωτηρία. «Ο ασκητικός βίος ένα σκοπόν έχει, την της ψυχής σωτηρίαν» και πρέπει ο ασκητής να τηρή με φόβο Θεού όποια εντολή συνεργεί στην σωτηρία. β) Η αποταγή Πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του σκοπού της μοναχικής ζωής, όπως την διαγράφει ο Μ. Βασίλειος, είναι η αποταγή των υλικών αγαθών, ακόμη και του κοινωνικού βίου. Δέν είναι δυνατόν να επιτύχη πλήρη καθαρότητα και να εξασκήση την παρθενία, αν δεν προηγηθή αυτή η αποταγή. Ο μοναχικός βίος είναι σταυρικός βίος: «Προσδραμείν τώ σταυροφόρω βίω των μοναχών». Επομένως είναι μακαριστός και θαυμαστός «ο τοίνυν υπακούσαι Χριστώ προηρημένος και προς τον πτωχόν και απερίσπαστον βίον επειγόμενος». Η ασκητική ζωή είναι πτωχή και απερίσπαστη ζωή. Επειδή ο σκοπός είναι μεγάλος, γι’ αυτό πρέπει και να επιτελήται χωρίς περισπασμούς. Όσοι θέλουν να λούσουν το σώμα, αποβάλλουν τα ιμάτιά τους. Έτσι και ο μοναχός πρέπει να απαλλαγή από κάθε βιοτική ύλη, ήτοι πρώτα να γυμνωθή από τα πάθη της κακίας και έπειτα όταν αποβλέπη στον υψηλό βίο οφείλει να απαρνηθή όλα τα υπάρχοντά του, «διότι πολύν παρέχει περισπασμόν τή ψυχή η των υλικών πραγμάτων φροντίς τε και επιμέλεια». Καί φυσικά όχι μόνον να απαρνηθή τα πάντα πρίν γίνη μοναχός, αλλά και να ασκή την μοναχική του πολιτεία ως ακτήμων. «Δεί τον μοναχόν πρό πάντων ακτήμονα βίον κεκτήσθαι». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Βασίλειος αναλύοντας όλο τον τρόπο ζωής των μοναχών μεταξύ των άλλων γράφει: «μή εμπλέκεσθαι ταίς του βίου πραγματείαις και περιττολογίαις». Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αποταγή δεν περιορίζεται μόνον στα υλικά αγαθά, αλλά επεκτείνεται και σε όλο τον τρόπο ζωής, την αποταγή του κοσμικού φρονήματος και της κοσμικής νοοτροπίας. Καί βέβαια με όσα αναφερθούν πιό κάτω θα φανή και το όλο περιεχόμενο της αποταγής. γ) Η υπακοή στον Ηγούμενο της Μονής Συνέχεια της αποταγής είναι η υποταγή-υπακοή διά της οποίας ελευθερώνεται ο ασκητής από κάθε πάθος σωματικό και ψυχικό και πορεύεται ελαφρός τον δρόμο προς την ομοιότητα με τον Θεό. Στά κείμενα τα οποία αναλύουμε ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στο θέμα της υπακοής στούς πνευματικούς Πατέρας και τον Ηγούμενο, αλλά βεβαίως παρουσιάζει και τα όρια και τα πλαίσια της υπακοής, καθώς και την προσωπικότητα του αναδεχομένου την υπακοή, δηλαδή του Ηγουμένου. Ο μοναχός πρέπει να αναλαμβάνη τον σταυρό της ασκήσεως, αφού όλος ο μοναχικός βίος είναι σταυροφόρος. Δέν πρέπει κανείς να αποβάλη μόνο το φορτίο της πολυκτησίας, αλλά να απορρίψη και το πλήθος των αμαρτημάτων που διαπράττει διά του πλούτου. Αυτός ο αγώνας πρέπει να γίνη με τούς απαραίτητους κανόνας. Εάν όλος ο ασκητικός βίος είναι σταυρικός, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει και με την υποταγή, την υπακοή, διότι ο άνθρωπος που έχει ασκηθή από την μικρή του ηλικία στην φιλαυτία και τον ατομικισμό δεν είναι εύκολο να υπακούση σε κάποιον άλλον για να του θεραπεύση την δυσώδη κακία. Η επιλογή του μοναχικού βίου δεν πρέπει να γίνεται απερίσκεπτα ούτε να συνδυάζη ο άνθρωπος την χαλαρή ζωή και την σωτηρία χωρίς μάχη, αλλά να προγυμνάζεται «προς ευδοκίμησιν υπομονής θλίψεων σωματικών τε και πνευματικών». Σέ άλλο σημείο ο Μ. Βασίλειος προτρέπει τον ασκητή: «τόνωσον σεαυτόν προς την υπομονήν των θλίψεων και ανδρείως πρόσελθε τή συγκλήτω των μοναχών». Τό πρώτο που πρέπει να προσέξη ο άνθρωπος εκείνος που αποφασίζει να ακολουθήση αυτόν τον σκληρό τρόπο ζωής, που είναι πράγματι ο ασκητικός, είναι να είναι ανδρείος και να μή παρασυρθή από την αγάπη προς τούς συγγενείς και να μή καταληφθή από την θλίψη όταν αποχωρίζεται τούς φίλους και τούς γνωστούς και να σκέπτεται ότι συνδέεται με τον Χριστό που σταυρώθηκε γι’ αυτόν. Στήν συνέχεια πρέπει να εξασκηθή στην υπακοή. Γνωρίζουμε από την όλη μοναχική ζωή ότι στο Μοναστήρι εκείνο που δίνει νόημα στον μοναχό είναι η υπακοή. Μόνον αυτή δίνει έμπνευση στον αγώνα του και την ασκητική του προσπάθεια. Ο μοναχός που δεν έχει αντιληφθή την μεγάλη αξία της υπακοής, δεν μπορεί να αισθανθή τον αέρα της πνευματικής ελευθερίας. Η υπακοή σε πνευματικό πατέρα είναι απαραίτητη. Μάλιστα, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, κάθε πράξη που γίνεται χωρίς να το γνωρίζη ο πνευματικός πατέρας «κλοπή τις εστι και ιεροσυλία προς θάνατον άγουσα, ου προς ωφέλειαν, κάν δοκή σοι αγαθόν είναι». Εδώ συνιστά ο Μ. Βασίλειος μιά αδιάκριτη υπακοή. Ο μοναχός πρέπει να είναι έτοιμος προς την υπακοή. «Ώτα έχων ηνεωγμένα προς υπακοήν και χείρας ετοίμους προς εκπλήρωσιν του ηκουσμένου». Η τελεία υπακοή προς τον Ηγούμενον δεν έγκειται μόνον στην αποχή από τα άτοπα, σύμφωνα με την συμβουλή του, αλλά να μή πράττη χωρίς την δική του γνώμη και αυτά ακόμη τα επαινετά. Η υπακοή στον Ηγούμενο δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις. Ο μοναχός πρέπει πρώτα να επιλέγη τον Καθηγητή του προς την οδό της σωτηρίας, αλλά όταν τον επιλέξη πρέπει να κάνη τελεία υπακοή. Ο Μ. Βασίλειος συνιστά στον ασκητή που επέλεξε αυτόν τον τρόπο ζωής να αναζητήση με πολλή φρονιμάδα και περίσκεψη για να βρή τον κατάλληλο πνευματικό οδηγό. Τά γνωρίσματα του καλού Πνευματικού πατρός είναι πολλά: «Ποιήσαι ευρείν άνδρα πρόοδον της σής πολιτείας απλανή, καλώς επιστάμενον οδηγείν τούς προς Θεόν πορευομένους, κομώντα ταίς αρεταίς, εκ των οικείων έργων την μαρτυρίαν έχοντα της προς Θεόν αγάπης, γνώσιν έχοντα των θείων Γραφών, απερίσπαστον, αφιλάργυρον, απράγμονα, ησύχιον, θεοφιλή, φιλόπτωχον, αόργητον, αμνησίκακον, πολύν εις οικοδομήν των εγγιζόντων αυτώ, ακενόδοξον, ανυπερήφανον, ακολάκευτον, απερίτρεπτον, μηδέν προτιμώντα του Θεού». Τά προσόντα αυτά δείχνουν άνθρωπο που ζή μέσα στο ησυχαστικό-νηπτικό κλίμα της ορθοδόξου παραδόσεως, όπως το έζησε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος στον Πόντο. Μόνον αν βρή τέτοιον απλανή και θεούμενον Πνευματικό πατέρα ο μοναχός είναι βέβαιος για την σωτηρία του, οπότε θα παραδώση ολόκληρο τον εαυτόν του και θα απαρνηθή και θα αποβάλη το θέλημά του για να ευρεθή «ως καθαρόν αγγείον». Τότε ο ασκητής θα έχη ως κλειδί την γλώσσα του πνευματικού πατρός, οπότε, «αύτη σου ανοιγέτω το στόμα προς μετάληψιν άρτου και αύτη αποκλειέτω». Είναι απαραίτητο να βρή κανείς κατάλληλο πνευματικό οδηγό, γιατί όταν ο διάβολος δεν μπορή να εμποδίση τον άνθρωπο να αποχωρήση από την σύγχυση του κόσμου, προσπαθεί να τον πείση να υποταχθή σε κάποιον που δοξομανεί και συνιστά στούς μοναχούς τα δικά του πάθη, δήθεν χάριν της συγκαταβάσεως, οπότε κρυφίως οδηγεί τον μοναχό στα δεσμά της αμαρτίας, από τα οποία υποτίθεται ήθελε να τον απελευθερώση. Έτσι, αντί να είναι ένας καλός οδηγός προς τον ουρανό, γίνεται ένας ψευδαπόστολος και υπηρέτης του διαβόλου. Ο Μ. Βασίλειος διαγράφει, κατά τρόπον απαράμιλλο, τα προσόντα και τα χαρίσματα τα οποία πρέπει να διακρίνουν τον Ηγούμενο ενός Κοινοβίου. Αρχηγός της μάνδρας πρέπει να αναδειχθή εκείνος που θα προκριθή «εν δοκιμασία βίου και ήθους και πάσης κοσμίας αναστροφής των λοιπών». Ο Ηγούμενος αυτός θα έχη μεγάλη εξουσία στούς αδελφούς οι οποίοι θα υπακούουν. Έτσι η Αδελφότητα να υπακούη εκουσίως «εν ευπειθεία μόνον και ταπεινοφροσύνη». Η προσωπικότητα του Ηγουμένου πρέπει να είναι τέτοια ώστε κανείς να μή μπορή να αντισταθή στην γνώμη του. Οι αδελφοί πρέπει να πεισθούν ότι η εξουσία του Ηγουμένου δόθηκε από τον Θεό και οφείλει να είναι «παντός αγαθού υπόδειγμα τοίς προς αυτόν αποβλέπουσι τον εκείνου γίνεσθαι βίον». Ο χαρακτήρας και οι τρόποι του να είναι τέτοιοι που κάθετι που λέγει και πράττει να θεωρείται αντί νόμου και κανόνος. Φυσικά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ηγουμένου πρέπει να είναι το να μή επιδιώκη να προΐσταται των αδελφών του Κοινοβίου. Συνιστά ο Μ. Βασίλειος: «Μή σπεύσης κελεύσαι αδελφότητι, ίνα μή επιθήσης αλλοτρίους φόρτους αμαρτημάτων επί σώ τραχήλω». Αλλά και οι Ιερομόναχοι που ζούν στο κοινόβιο δεν πρέπει να επαίρονται για τον βαθμό που έχουν, αλλά να γίνονται ταπεινοί, διότι «προκοπή γάρ ψυχής, προκοπή ταπεινώσεως' υστέρησις δέ και ατιμία εξ υψηλοφροσύνης τίκτεται.








Όσον εγγίζειν σε των ιερατικών βαθμών τοίς μείζοσι συμβαίη, τοσούτον ταπείνου σεαυτόν, δεδοικώς το υπόδειγμα των υιών Ααρών». Πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να γίνεται με τον Ηγούμενο, τον προεστώτα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η υπακοή είναι μεγάλη αρετή και ακολουθεί της αποταγής, αλλά η υπακοή γίνεται με σκοπό την σωτηρία του μοναχού, για να ελευθερωθή από το θέλημά του και να πράττη το θέλημα του Θεού στην ζωή του. Εννοείται, βέβαια, ότι η υπακοή γίνεται σε θεούμενον και απλανή οδηγό, που γνωρίζει τον τρόπο της θεραπείας και την οδό της σωτηρίας. Γιατί ένας ψευδής Πνευματικός πατέρας οδηγεί στην καταστροφή τα πνευματικά του παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου